- χερικό
- το, Ν1. έναρξη ενέργειας ή έργου («εγώ τού έκανα σήμερα χερικό» — εγώ ήμουν ο πρώτος πελάτης)2. φρ. α) «καλό [ή κακό] χερικό» — ευοίωνη [ή δυσοίωνη], γούρικη [ή γρουσούζικη] αρχήβ) «βάζω [ή τού βάζω] χερικό»i) αρχίζω να καρπώνομαι, να νέμομαι κάτι με μη θεμιτό τρόποii) αρχίζω να δέρνω ή να βρίζω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου νεοελλ. επιθ. *χερικός (< χέρι), πρβλ. ποδαρικό].
Dictionary of Greek. 2013.