χερικό

χερικό
το, Ν
1. έναρξη ενέργειας ή έργου («εγώ τού έκανα σήμερα χερικό» — εγώ ήμουν ο πρώτος πελάτης)
2. φρ. α) «καλό [ή κακό] χερικό» — ευοίωνη [ή δυσοίωνη], γούρικη [ή γρουσούζικη] αρχή
β) «βάζω [ή τού βάζω] χερικό»
i) αρχίζω να καρπώνομαι, να νέμομαι κάτι με μη θεμιτό τρόπο
ii) αρχίζω να δέρνω ή να βρίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου νεοελλ. επιθ. *χερικός (< χέρι), πρβλ. ποδαρικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χερικό — το 1. φρ., «Kάνω χερικό», κάνω την πρώτη αρχή εργασίας, πώλησης κ.ά. 2. φρ., «Έχω καλό (κακό) χερικό», είμαι (ή δεν είμαι) γουρλής. 3. φρ., «Tου βάζω χερικό», αρχίζω να τον κατασπαταλώ, ή αρχίζω να τον δέρνω ή να τον βρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπίχερος — και καλοπίχειρος, η, ο (Μ καλοπίχερος, η, ον) 1. αυτός που έχει καλό χερικό, γούρικος, τυχερός, αίσιος 2. αυτός που γίνεται εύκολα νεοελλ. 1. εύπορος 2. φιλήσυχος, ήπιος, μαλακός μσν. 1. κατάλληλος 2. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή 3. έντιμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”